- μετζοσοπράνο
- ηάκλ. (λ. ιταλ.), τραγουδίστρια μεσόφωνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετζοσοπράνο — η γυναικεία φωνή που είναι βαθύτερη από τη φωνή τής σοπράνο και υψηλότερη από τη φωνή τής άλτο, αλλ. μεσόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzosoprano < mezzo «μισό» + soprano (βλ. λ. σοπράνο)] … Dictionary of Greek
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
τενόρος — Λέγεται και οξύφωνος. Η οξύτερη από τις ανδρικές φωνές. Στο επτάκλειδο, που αποτελεί το σύνολο των 7 μουσικών κλειδιών, το κλειδί του τ., μαζί με τα κλειδιά της σοπράνο, της μετζοσοπράνο και της κοντράλτο, περιλαμβάνεται στην κλάση του ντο. Η… … Dictionary of Greek
μεσόφωνη — η (μουσ.), τραγουδίστρια η φωνή της οποίας βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνη και τη βαθύφωνη, η μετζοσοπράνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)